σκρόφουλα

σκρόφουλα
η, Ν
κοινή ονομασία ασθένειας που προσβάλλει τον λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofula < scrofa (πρβλ. σκρόφα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκροφουλαρία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη, με 250 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 12 και μερικά έχουν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για την θεραπεία τής… …   Dictionary of Greek

  • Σκρόφες — Ομάδα μικρών νησιών του Ιονίου, νότια συστάδα των Εχινάδων. Τα νησιά αυτά ονομάζονται Σκροφούλα, Βρωμόνα ή Πρόμπονας ή Βρώμονας, Κουνέλι, Μακρύ και Οξυά. Με την ίδια ονομασία λέγονται και μερικά βραχονήσια ανάμεσα στη Σαλαμίνα και την Ψυττάλεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”